- αγχίπορος
- ἀγχίπορος, -ον (Α)1. αυτός που περνάει από κοντά2. αυτός που είναι πάντοτε κοντά, που παρακολουθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + πόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγχίπορος — passing near masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίπορον — ἀγχίπορος passing near masc/fem acc sg ἀγχίπορος passing near neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιπόροιο — ἀγχίπορος passing near masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιπόροις — ἀγχίπορος passing near masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιπόροισιν — ἀγχίπορος passing near masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιπόρου — ἀγχίπορος passing near masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιπόρων — ἀγχίπορος passing near masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιπόρῳ — ἀγχίπορος passing near masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίποροι — ἀγχίπορος passing near masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek